κερασοῦντος

κερασοῦντος
κεράννυμι
mix
fut part act masc/neut gen sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κοτύωρα — Αρχαία παραλιακή πόλη του Πόντου. Βρισκόταν στα Α της Κερασούντος, κοντά στη σημερινή πόλη Ορντού. Αποτελούσε αποικία της Σινώπης και ήταν αυτόνομη κατά την περσική κυριαρχία. Οι Μύριοι έμειναν εκεί 45 μέρες πριν φτάσουν στη Σινώπη, το εφαλτήριό… …   Dictionary of Greek

  • Κύριλλος — I Όνομα τριών αρχιεπισκόπων Κύπρου. 1. Κ. Α’ (; – 1854). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1849 54), διάδοχος του Ιωαννίκιου. Ήταν συνετός, αλλά άτολμος ιεράρχης, ίσως επειδή φοβόταν μήπως επαναληφθούν στην Κύπρο οι σφαγές του 1821. Στα χρόνια του αυξήθηκε η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”